πλυντικη

πλυντικη
    πλυντική
     (sc. τέχνη) искусство стирки Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πλυντικη" в других словарях:

  • πλυντική — πλυντικός clothes cleaning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλυντικός — και πλυτικός ή, όν, Α [πλύνω] 1. πλυντήριος 2. ο χρήσιμος στο πλύσιμο 3. φρ. «πλυντική τέχνη» η τεχνική τού να πλένει κανείς ρούχα …   Dictionary of Greek

  • σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά …   Dictionary of Greek

  • σαπούνι — το ιού, πλυντική ουσία: Έπλυνε με σαπούνι τα χέρια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»